απερίσπαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απερίσπαστος < ελληνιστική κοινή ἀπερίσπαστος < αρχαία ελληνική ἀ- + περισπάω / περισπῶ
Επίθετο
επεξεργασίααπερίσπαστος, -η, -ο
- που δεν εμποδίζεται από ενοχλήσεις ή περισπασμούς, δεν χάνει την προσοχή του
- «Έτυχε να είμαι πολύ πεισματάρης», ομολογούσε ο Οδυσσέας Ελύτης -νομπελίστας πλέον, εν έτει 1979- ανακαλώντας τα τέσσερα χρόνια που πέρασε στην Κατοχή σ' ένα νοικιασμένο δωμάτιο, πρώτη φορά μακριά απ' το σπίτι της μάνας του, ώστε να εργάζεται απερίσπαστος, τότε που έγραφε το magnus opus του, το «Άξιον Εστί». (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απερίσπαστος