inconsiderate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | inconsiderate |
συγκριτικός | more inconsiderate |
υπερθετικός | most inconsiderate |
Ετυμολογία
επεξεργασία- inconsiderate < in- + considerate
Επίθετο
επεξεργασίαinconsiderate (en)
- απερίσκεπτος, δεν δίνω αρκετή προσοχή στα συναισθήματα ή τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων