mean
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- mean < μέση αγγλική mene < αγγλοσαξονική mǣne
ΕπίθετοΕπεξεργασία
mean (en)
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- mean < μέση αγγλική meene < παλαιά γαλλική meien
ΕπίθετοΕπεξεργασία
mean (en)
- ο μέσος, ενδιάμεσος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
mean (en)
- το μέσο
Ετυμολογία 3Επεξεργασία
- mean < μέση αγγλική menen < αγγλοσαξονική mǣnan
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | mean |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | means |
αόριστος | meant |
παθητική μετοχή | meant |
ενεργητική μετοχή | meaning |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
mean (en)