nasty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | nasty |
συγκριτικός | nastier |
υπερθετικός | nastiest |
Επίθετο
επεξεργασίαnasty (en)
- άσχημος, δυσάρεστος
- ⮡ The weather is very nasty today.
- Ο καιρός είναι πολύ άσχημος.
- ⮡ I am in a very nasty mood.
- Έχω πολύ άσχημη διάθεση.
- ⮡ a nasty surprise - δυσάρεστη έκπληξη
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant
- ⮡ The weather is very nasty today.
- άσχημος, σκληρός, ταπεινός
- άσχημος, επικίνδυνο ή σοβαρό
- ⮡ a nasty hit - άσχημο χτύπημα
- ⮡ a nasty disease - άσχημη αρρώστια
- ⮡ Watch the road it has some nasty turns.
- Πρόσεξε το δρόμο, γιατί έχει άσχημες στροφές.
- άσχημος, πρόστυχα, χυδαίος
- (αμερικανική σημασία) βρόμικος