παραθετικά
θετικός nasty
συγκριτικός nastier
υπερθετικός nastiest

  Επίθετο

επεξεργασία

nasty (en)

  1. άσχημος, δυσάρεστος
    ⮡  The weather is very nasty today.
    Ο καιρός είναι πολύ άσχημος.
    ⮡  I am in a very nasty mood.
    Έχω πολύ άσχημη διάθεση.
    ⮡  a nasty surprise - δυσάρεστη έκπληξη
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant
  2. άσχημος, σκληρός, ταπεινός
    ⮡  It was nasty on your part to…
    Ήταν άσχημο από μέρους σου να…
    ⮡  a nasty look - σκληρό βλέμμα
    ⮡  He is driven by nasty motives.
    Κινείται από ταπεινά ελατήρια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη mean
  3. άσχημος, επικίνδυνο ή σοβαρό
    ⮡  a nasty hit - άσχημο χτύπημα
    ⮡  a nasty disease - άσχημη αρρώστια
    ⮡  Watch the road it has some nasty turns.
    Πρόσεξε το δρόμο, γιατί έχει άσχημες στροφές.
  4. άσχημος, πρόστυχα, χυδαίος
    ⮡  nasty words - άσχημα/πρόστυχα/χυδαία λόγια
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obscene
  5. (αμερικανική σημασία) βρόμικος
    ⮡  a nasty sea/beach - βρόμικη θάλασσα/παραλία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unclean