nasty
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
nasty (en)
- άσχημος, απωθητικός
- a nasty odour
- άσχημος, προσβλητικός
- a nasty comment
- άσχημος, κακόβουλος
- a nasty lie
- άσχημος, δυσάρεστος
- a nasty night
- άσχημος, επικίνδυνος
- a nasty accident
nasty (en)