πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταπεινός η ταπεινή το ταπεινό
      γενική του ταπεινού της ταπεινής του ταπεινού
    αιτιατική τον ταπεινό την ταπεινή το ταπεινό
     κλητική ταπεινέ ταπεινή ταπεινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταπεινοί οι ταπεινές τα ταπεινά
      γενική των ταπεινών των ταπεινών των ταπεινών
    αιτιατική τους ταπεινούς τις ταπεινές τα ταπεινά
     κλητική ταπεινοί ταπεινές ταπεινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία
ταπεινός < τάπης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

ταπεινός

  1. (για τόπο) χαμηλός
  2. (για ανάστημα) κοντός
  3. που έχει υποστεί μείωση της υπερηφάνειάς του
  4. πειθήνιος
  5. άτολμος, λυπημένος