↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξιπασμένος η ξιπασμένη το ξιπασμένο
      γενική του ξιπασμένου της ξιπασμένης του ξιπασμένου
    αιτιατική τον ξιπασμένο την ξιπασμένη το ξιπασμένο
     κλητική ξιπασμένε ξιπασμένη ξιπασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξιπασμένοι οι ξιπασμένες τα ξιπασμένα
      γενική των ξιπασμένων των ξιπασμένων των ξιπασμένων
    αιτιατική τους ξιπασμένους τις ξιπασμένες τα ξιπασμένα
     κλητική ξιπασμένοι ξιπασμένες ξιπασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξιπασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξιπάζομαι < ἐξιππάζομαι = φεύγω έφιππος

ξιπασμένος αρσενικό

  • που έχει πάρα πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία