ξιπασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξιπασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξιπάζομαι < ἐξιππάζομαι = φεύγω έφιππος
Μετοχή
επεξεργασίαξιπασμένος αρσενικό
- που έχει πάρα πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- επαρμένος «ξιπασμένη γυναίκα»
- επιδειξίας
- καυχηματίας
- φαντασμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξιπασμένος