Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξιπασιάρης η ξιπασιάρα το ξιπασιάρικο
      γενική του ξιπασιάρη της ξιπασιάρας του ξιπασιάρικου
    αιτιατική τον ξιπασιάρη την ξιπασιάρα το ξιπασιάρικο
     κλητική ξιπασιάρη ξιπασιάρα ξιπασιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξιπασιάρηδες οι ξιπασιάρες τα ξιπασιάρικα
      γενική των ξιπασιάρηδων των ξιπασιάρικων
    αιτιατική τους ξιπασιάρηδες τις ξιπασιάρες τα ξιπασιάρικα
     κλητική ξιπασιάρηδες ξιπασιάρες ξιπασιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξιπασιάρης < ξιπασιά

  Επίθετο επεξεργασία

ξιπασιάρης, -α, -ικο

  • που έχει πάρα πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του
    ... σαν κάτι ξιπασιάρες αρχοντοχωριάτισσες που σώνει και καλά να σε σκάσουνε στο φαγοπότι... (Μενέλαος Λουντέμης, Συννεφιάζει, 1946)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία