Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαντασμένος η φαντασμένη το φαντασμένο
      γενική του φαντασμένου της φαντασμένης του φαντασμένου
    αιτιατική τον φαντασμένο τη φαντασμένη το φαντασμένο
     κλητική φαντασμένε φαντασμένη φαντασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαντασμένοι οι φαντασμένες τα φαντασμένα
      γενική των φαντασμένων των φαντασμένων των φαντασμένων
    αιτιατική τους φαντασμένους τις φαντασμένες τα φαντασμένα
     κλητική φαντασμένοι φαντασμένες φαντασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαντασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φαντάζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

φαντασμένος, -η, -ο

  • που έχει αδικαιολόγητα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και υποτιμά τους άλλους

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία