φαντασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαντασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φαντάζομαι
Μετοχή επεξεργασία
φαντασμένος, -η, -ο
- που έχει αδικαιολόγητα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και υποτιμά τους άλλους
φαντασμένος, -η, -ο