↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψώνιο τα ψώνια
      γενική του ψώνιου των ψώνιων
    αιτιατική το ψώνιο τα ψώνια
     κλητική ψώνιο ψώνια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Η γενική ενικού και πληθυντικού
δε συνηθίζεται για τη σημασία «αυτά που αγόρασα».
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψώνιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψώνι(ν) < ελληνιστική κοινή ὀψώνιον < αρχαία ελληνική ὀψώνης < ὄψον + ὠνέομαι [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpso.ɲo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψώ‐νιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψώνιο ουδέτερο

  1. (κυρίως στον πληθυντικό) ψώνια: αυτό που αγοράζει κάποιος
  2. (μεταφορικά) ο εγωπαθής, αυτάρεσκος
  3. (μεταφορικά) αυτός που είναι αφελής ή που για διάφορους λόγους δεν έχει μέτρο του εαυτού του
  4. αυτός που παθιάζεται υπερβολικά με μια τέχνη ή κατάσταση
    ⮡  Ρώτα τον Κώστα γιατί είναι ψώνιο με τη ροκ, κι αν δεν ξέρει αυτός πότε κυκλοφόρησε το cd, τότε δεν το ξέρει κανένας.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία