αγοράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγοράζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγοράζω (συχνάζω στην αγορά) < ἀγορά < ἀγείρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣoˈɾa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γο‐ρά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααγοράζω, αόρ.: αγόρασα, παθ.φωνή: αγοράζομαι, π.αόρ.: αγοράστηκα, μτχ.π.π.: αγορασμένος
- αποκτώ κάτι πληρώνοντας χρήματα
- ⮡ Αυτός ο πίνακας αγοράστηκε από τον παππού μου πριν από 50 χρόνια.
- ⮡ Η ευτυχία δεν είναι κάτι που αγοράζεται.
- αποσπώ με αντάλλαγμα την υποστήριξη ή εύνοια
- (μεταφορικά) προσπαθώ να καταλάβω τις σκέψεις κάποιου
Εκφράσεις
επεξεργασία- αγρόν ηγόρασα, αγρόν ηγόραζα
- αγοράζω αέρα
- αγοράζω τοις μετρητοίς, με δόσεις, επί πιστώσει, με πίστωση
- αγοράζω γουρούνι στο σακί
- πουλάω και αγοράζω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη αγορά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγοράζω | αγόραζα | θα αγοράζω | να αγοράζω | αγοράζοντας | |
β' ενικ. | αγοράζεις | αγόραζες | θα αγοράζεις | να αγοράζεις | αγόραζε | |
γ' ενικ. | αγοράζει | αγόραζε | θα αγοράζει | να αγοράζει | ||
α' πληθ. | αγοράζουμε | αγοράζαμε | θα αγοράζουμε | να αγοράζουμε | ||
β' πληθ. | αγοράζετε | αγοράζατε | θα αγοράζετε | να αγοράζετε | αγοράζετε | |
γ' πληθ. | αγοράζουν(ε) | αγόραζαν αγοράζαν(ε) |
θα αγοράζουν(ε) | να αγοράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγόρασα | θα αγοράσω | να αγοράσω | αγοράσει | ||
β' ενικ. | αγόρασες | θα αγοράσεις | να αγοράσεις | αγόρασε | ||
γ' ενικ. | αγόρασε | θα αγοράσει | να αγοράσει | |||
α' πληθ. | αγοράσαμε | θα αγοράσουμε | να αγοράσουμε | |||
β' πληθ. | αγοράσατε | θα αγοράσετε | να αγοράσετε | αγοράστε | ||
γ' πληθ. | αγόρασαν αγοράσαν(ε) |
θα αγοράσουν(ε) | να αγοράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγοράσει | είχα αγοράσει | θα έχω αγοράσει | να έχω αγοράσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγοράσει | είχες αγοράσει | θα έχεις αγοράσει | να έχεις αγοράσει | έχε αγορασμένο | |
γ' ενικ. | έχει αγοράσει | είχε αγοράσει | θα έχει αγοράσει | να έχει αγοράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγοράσει | είχαμε αγοράσει | θα έχουμε αγοράσει | να έχουμε αγοράσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγοράσει | είχατε αγοράσει | θα έχετε αγοράσει | να έχετε αγοράσει | έχετε αγορασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αγοράσει | είχαν αγοράσει | θα έχουν αγοράσει | να έχουν αγοράσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αγορασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αγορασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αγορασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αγορασμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγοράζομαι | αγοραζόμουν(α) | θα αγοράζομαι | να αγοράζομαι | αγοραζόμενος | |
β' ενικ. | αγοράζεσαι | αγοραζόσουν(α) | θα αγοράζεσαι | να αγοράζεσαι | ||
γ' ενικ. | αγοράζεται | αγοραζόταν(ε) | θα αγοράζεται | να αγοράζεται | ||
α' πληθ. | αγοραζόμαστε | αγοραζόμαστε αγοραζόμασταν |
θα αγοραζόμαστε | να αγοραζόμαστε | ||
β' πληθ. | αγοράζεστε | αγοραζόσαστε αγοραζόσασταν |
θα αγοράζεστε | να αγοράζεστε | (αγοράζεστε) | |
γ' πληθ. | αγοράζονται | αγοράζονταν αγοραζόντουσαν |
θα αγοράζονται | να αγοράζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγοράστηκα | θα αγοραστώ | να αγοραστώ | αγοραστεί | ||
β' ενικ. | αγοράστηκες | θα αγοραστείς | να αγοραστείς | αγοράσου | ||
γ' ενικ. | αγοράστηκε | θα αγοραστεί | να αγοραστεί | |||
α' πληθ. | αγοραστήκαμε | θα αγοραστούμε | να αγοραστούμε | |||
β' πληθ. | αγοραστήκατε | θα αγοραστείτε | να αγοραστείτε | αγοραστείτε | ||
γ' πληθ. | αγοράστηκαν αγοραστήκαν(ε) |
θα αγοραστούν(ε) | να αγοραστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγοραστεί | είχα αγοραστεί | θα έχω αγοραστεί | να έχω αγοραστεί | αγορασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αγοραστεί | είχες αγοραστεί | θα έχεις αγοραστεί | να έχεις αγοραστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγοραστεί | είχε αγοραστεί | θα έχει αγοραστεί | να έχει αγοραστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγοραστεί | είχαμε αγοραστεί | θα έχουμε αγοραστεί | να έχουμε αγοραστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγοραστεί | είχατε αγοραστεί | θα έχετε αγοραστεί | να έχετε αγοραστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγοραστεί | είχαν αγοραστεί | θα έχουν αγοραστεί | να έχουν αγοραστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγορασμένος - είμαστε, είστε, είναι αγορασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγορασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγορασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγορασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγορασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγορασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγορασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγοράζω
|
Πηγές
επεξεργασία- αγοράζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγοράζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας