επί πιστώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επί πιστώσει < (καθαρεύουσα ) ἐπί, πιστώσει (δοτική ενικού του πίστωσις) → δείτε τις λέξεις επί και πίστωση (δυνατότητα) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεπί πιστώσει