• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πίστωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίστωση οι πιστώσεις
      γενική της πίστωσης* των πιστώσεων
    αιτιατική την πίστωση τις πιστώσεις
     κλητική πίστωση πιστώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πιστώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πίστωση < αρχαία ελληνική πίστωσις < πιστόω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πίστωση θηλυκό

  1. (οικονομία) παροχή χρημάτων με τη μορφή δανείου
  2. (οικονομία) παροχή εμπορευμάτων με μελλοντική πληρωμή (επί πιστώσει)
  3. (λογιστική) εγγραφή σε λογιστικό βιβλίο ποσού σε χρέωση κάποιου

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • γραμμάτιο
  • συναλλαγματική

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πίστωση
  • αγγλικά : credit (en)
  • γαλλικά : crédit (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πίστωση&oldid=5505511"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 18:14

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 18:14.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie