Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ve.ɾeˈse/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐ρε‐σέ

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

βερεσέ < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ویره‌سی (viresi, veresi) (τουρκική veresiye) [1]

  Επίρρημα επεξεργασία

βερεσέ

  • επί πιστώσει
    Πουλούσε συνέχεια βερεσέ και τελικά χρεωκόπησε.

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

βερεσέ < ουσιαστικοποιημένο επίρρημα βερεσέ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βερεσέ ουδέτερο άκλιτο ή και πληθυντικός: βερεσέδια

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

βερεσέ: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

βερεσέ αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία