βερεσέδια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βερεσέδια | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | βερεσέδια | ||
κλητική | βερεσέδια | |||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βερεσέδια < βερεσές
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβερεσέδια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λαϊκότροπο) τα χρωστούμενα, αυτά που χρωστάει κάποιος για την αγορά ή πώληση προϊόντος ή υπηρεσιών με πίστωση