χρωστούμενα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | χρωστούμενα | ||
γενική | των | χρωστούμενων & χρωστουμένων | ||
αιτιατική | τα | χρωστούμενα | ||
κλητική | χρωστούμενα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρωστούμενα < ουδέτερο του χρωστούμενος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρωστούμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρωστούμενα
|