Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ardoise ardoises

ardoise (fr) θηλυκό

  1. ο σχιστόλιθος
  2. μαθητική πλάκα
  3. (οικείο) το φέσι, απλήρωτος λογαριασμός
  4. τα βερεσέδια