πλάκα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλάκα | οι | πλάκες |
γενική | της | πλάκας | των | πλακών |
αιτιατική | την | πλάκα | τις | πλάκες |
κλητική | πλάκα | πλάκες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλάκα < μεσαιωνική ελληνική πλάκα < αρχαία ελληνική πλάξ
- (χαρακτηρισμός επίπεδου) < (λόγιο) ελληνιστική κοινή πλάξ και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική plaque
- (αστείο) < γαλλική blague[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpla.ka/
- συλλαβισμός : πλά‐κα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πλάκα θηλυκό
- μεγάλο επίπεδο κομμάτι με ομοιόμορφο πάχος από πέτρα, μέταλλο, ξύλο και παρόμοια σκληρά υλικά
- κομμάτι σταθερών διαστάσεων ενός προϊόντος (π.χ. σαπούνι, βούτυρο ή σοκολάτα)
- οροφή (ή δάπεδο ορόφου) από τσιμέντο
- μεγάλης έκτασης τμήμα της λιθόσφαιρας
- χαρακτηρισμός για οτιδήποτε είναι επίπεδο και σκληρό
- ↪ είναι πολύ γυμνασμένος· πλάκα η κοιλιά του
- δίσκος μουσικής
- αστείο, πείραγμα
- (χυδαίο) γυναίκα με επίπεδο στήθος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- οδοντική πλάκα
- σκλήρυνση κατά πλάκας
- ρίχνω πλάκα
- κάνω πλάκα, σπάω πλάκα
- έχω πλάκα
- πλάκα τα γαλόνια
- έπαθα την πλάκα μου =1. Έχω εντυπωσιαστεί 2. Εξεπλάγην 3. Είμαι ερωτευμένος. Έχει κυρίως θετική έννοια. Λχ: Παναγιώτη, έπαθα την πλάκα μου μαζί σου.
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πλάκα
Επεξεργασία
- ↑ «πλάκα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.