πλάκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλάκα | οι | πλάκες |
γενική | της | πλάκας | των | πλακών |
αιτιατική | την | πλάκα | τις | πλάκες |
κλητική | πλάκα | πλάκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλάκα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πλάκα < αρχαία ελληνική πλάξ
- (χαρακτηρισμός επίπεδου) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλάξ και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική plaque
- (αστείο) < (άμεσο δάνειο) γαλλική blague[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpla.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλά‐κα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλάκα θηλυκό
- μεγάλο επίπεδο κομμάτι με ομοιόμορφο πάχος από πέτρα, μέταλλο, ξύλο και παρόμοια σκληρά υλικά
- κομμάτι σταθερών διαστάσεων ενός προϊόντος (π.χ. σαπούνι, βούτυρο ή σοκολάτα)
- οροφή (ή δάπεδο ορόφου) από τσιμέντο
- μεγάλης έκτασης τμήμα της λιθόσφαιρας
- χαρακτηρισμός για οτιδήποτε είναι επίπεδο και σκληρό
- ⮡ είναι πολύ γυμνασμένος· πλάκα η κοιλιά του
- (παρωχημένο) δίσκος μουσικής (γραμμοφώνου)
- ※ Τέτοιες μέρες το γραμμόφωνο ή δεν έπαιζε καθόλου ή έπαιζε συνεχώς την ίδια πλάκα. (Κώστας Ταχτσής (1972). συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα)
- ακτινογραφία
- ※ Μου έβγαλαν πλάκες στα γόνατα, στη λεκάνη, στο στήθος, στο κρανίο. (Θανάσης Βαλτινός, Ο γύψος. Συλλογή διηγημάτων Δεκαοχτώ κείμενα. Αθήνα: Κέδρος, 1970)
- αστείο, πείραγμα
- (χυδαίο) γυναίκα με μικρό στήθος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλάκα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πλάκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας