Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πλάκα οι Πλάκες
      γενική της Πλάκας των Πλακών
    αιτιατική την Πλάκα τις Πλάκες
     κλητική Πλάκα Πλάκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpla.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πλά‐κα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Πλάκα < πλάκα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πλάκα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Πλάκα < (άμεσο δάνειο) αλβανική plakë (παλαιός)[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

  • συνοικία της Αθήνας
    ※  Με «νεκρή πόλη» εξακολουθεί να μοιάζει η Πλάκα, καθώς, παρά το άνοιγμα των εμπορικών καταστημάτων πριν ακριβώς από ένα μήνα και της επαναλειτουργίας των καταστημάτων εστίασης από τις 25 Μαΐου, πολλές επιχειρήσεις παραμένουν κλειστές, ενώ οι περισσότερες από όσες λειτουργούν βλέπουν τον τζίρο τους να είναι μειωμένος πάνω από 75%. (Δήμητρα Μανιφάβα, «Νεκρή» η Πλάκα χωρίς τουρίστες, SOS εκπέμπουν τα καταστήματα, εφημ. Καθημερινή, 12 Ιουνίου 2020)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

Πλάκα < γενική ενικού του Πλάκας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πλάκα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κώστας Η. Μπίρης, Τοπωνυμικά των Αθηνών, (Έκδοσις: Αθήνα, 1945) σελ. 258