Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλακιώτικος η πλακιώτικη το πλακιώτικο
      γενική του πλακιώτικου της πλακιώτικης του πλακιώτικου
    αιτιατική τον πλακιώτικο την πλακιώτικη το πλακιώτικο
     κλητική πλακιώτικε πλακιώτικη πλακιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλακιώτικοι οι πλακιώτικες τα πλακιώτικα
      γενική των πλακιώτικων των πλακιώτικων των πλακιώτικων
    αιτιατική τους πλακιώτικους τις πλακιώτικες τα πλακιώτικα
     κλητική πλακιώτικοι πλακιώτικες πλακιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλακιώτικος < Πλακιώτ(ης) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /plaˈco.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐κιώ‐τι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

πλακιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με την Πλάκα ή τους κατοίκους της
    Η γιαγιά μου τραγουδούσε το «Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ» για την Αθήνα, για την Πλάκα με τις ταβερνούλες της, τη ρετσίνα, και τις πλακιώτικες κιθάρες
    αναφορά στο τραγούδι: Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ... (1945/46) Μουσική: Λεό Π. Ραπίτης, Στίχοι: Μίμης Τραϊφόρος
    ※  Θα μπορούσε και να μην είναι, καθώς ο πλακιώτικος αυτός δρόμος που ενώνεται με την περιοχή του Μακρυγιάννη, είναι καθόλα τυπικός, έχει δηλαδή όλα όσα περιμένει κανείς στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου. (Νίκος Βατόπουλος, Βύρωνος 17, το πατρικό του Κυριάκου Βαρβαρέσου, εφημ. Καθημερινή, 6 Αυγούστου 2017)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία