Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνοικία οι συνοικίες
      γενική της συνοικίας των συνοικιών
    αιτιατική τη συνοικία τις συνοικίες
     κλητική συνοικία συνοικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνοικία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνοικία (κοινότητα, συγκρότημα κατοικιών), ελληνιστική σημασία: χωριό[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + οικία.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.niˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νοι‐κί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνοικία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σύνοικος, συν και οικία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συνοικία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συνοικίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνοικί αἱ συνοικίαι
      γενική τῆς συνοικίᾱς τῶν συνοικιῶν
      δοτική τῇ συνοικί ταῖς συνοικίαις
    αιτιατική τὴν συνοικίᾱν τὰς συνοικίᾱς
     κλητική ! συνοικί συνοικίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνοικί
γεν-δοτ τοῖν  συνοικίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνοικία < σύνοικ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + οἰκία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνοικία θηλυκό

  1. κοινότητα ανθρώπων
     συνώνυμα: συνοίκησις
  2. συγκατοίκηση σε οικία με πολλά διαμερίσματα όπου ζούσαν πολλές οικογένειες (για κατοίκηση από μία οικογένεια → δείτε τη λέξη οἰκία
     συνώνυμα: συνοίκησις
  3. παρακείμενο οίκημα, παράσπιτο, εξοχική κατοικία
  4. (ελληνιστική σημασία) χωριό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σύνοικος, σύν και οἰκία

  Πηγές επεξεργασία