συνοικιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνοικιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασυνοικιακός, -ή, -ό
- που βρίσκεται σε συνοικία, αναφέρεται, ή έχει σχέση με αυτή
- ⮡ συνοικιακά καταστήματα, συνοικιακά συμβούλια