↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνοικιακός η συνοικιακή το συνοικιακό
      γενική του συνοικιακού της συνοικιακής του συνοικιακού
    αιτιατική τον συνοικιακό τη συνοικιακή το συνοικιακό
     κλητική συνοικιακέ συνοικιακή συνοικιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνοικιακοί οι συνοικιακές τα συνοικιακά
      γενική των συνοικιακών των συνοικιακών των συνοικιακών
    αιτιατική τους συνοικιακούς τις συνοικιακές τα συνοικιακά
     κλητική συνοικιακοί συνοικιακές συνοικιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνοικιακός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

συνοικιακός, -ή, -ό

  • που βρίσκεται σε συνοικία, αναφέρεται, ή έχει σχέση με αυτή
    ⮡  συνοικιακά καταστήματα, συνοικιακά συμβούλια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία