Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
συνοικιστηρ-
ονομαστική συνοικιστήρ οἱ συνοικιστῆρες
      γενική τοῦ συνοικιστῆρος τῶν συνοικιστήρων
      δοτική τῷ συνοικιστῆρ τοῖς συνοικιστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν συνοικιστῆρ τοὺς συνοικιστῆρᾰς
     κλητική ! συνοικιστήρ συνοικιστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνοικιστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  συνοικιστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνοικιστήρ < συνοικίζω, συν-οικισ- + -τήρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνοικιστήρ αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

και από το συνοικέω

  Πηγές επεξεργασία