Ετυμολογία

επεξεργασία
συνοικίζω < αρχαία ελληνική

συνοικίζω


  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνοικίζω < σύν και οἰκίζω

συνοικίζω

  • κάνω κάποιον να ζήσει με άλλον, π.χ. παντρεύω την κόρη μου με κάποιον
  • συνενώνω δύο χωριά, δύο ή περισσότερους οικισμούς σε έναν
  • εγκαθιστώ νέους κατοίκους σε χώρα που ερημώθηκε
  • αποικίζω ή εποικίζω μαζί με άλλους
  • συσχετίζω, ενώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

και από το συνοικέω

Δείτε επίσης

επεξεργασία