συνοικέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυνοικέω
- κατοικώ ή ζω μαζί, συγκατοικώ
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1162a
- καὶ τεκνοποιία κοινότερον τοῖς ζῴοις. τοῖς μὲν οὖν ἄλλοις ἐπὶ τοσοῦτον ἡ κοινωνία ἐστίν, οἱ δ᾽ ἄνθρωποι οὐ μόνον τῆς τεκνοποιίας χάριν συνοικοῦσιν, ἀλλὰ καὶ τῶν εἰς τὸν βίον·
- και η επιθυμία για τεκνοποίηση είναι πιο κοινή σε όλα τα ζώα. Ενώ όμως στα άλλα ζώα η συνύπαρξη και η συνάφεια φτάνει ως αυτό μόνο το σημείο, οι άνθρωποι συνοικούν όχι μόνο για την τεκνοποίηση, αλλά και για όλες τις άλλες ανάγκες της ζωής·
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ τεκνοποιία κοινότερον τοῖς ζῴοις. τοῖς μὲν οὖν ἄλλοις ἐπὶ τοσοῦτον ἡ κοινωνία ἐστίν, οἱ δ᾽ ἄνθρωποι οὐ μόνον τῆς τεκνοποιίας χάριν συνοικοῦσιν, ἀλλὰ καὶ τῶν εἰς τὸν βίον·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1162a
- σχηματίζω κοινότητα
- παντρεύομαι
- τούτων συνοικησάντων γίνεται Κλεισθένης (και από το γάμο τους γεννήθηκε ο Κλεισθένης)
- το να συνυπάρχει ο άνθρωπος με κάτι ή να συνυπάρχουν δύο αφηρημένες έννοιες μαζί
- βαρυτάτη συνοικῆσαι ἡ ἄνομος μοναρχία
- γῆρας ἵνα πρόπαντα κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ
- στην αστρολογία, το να βρίσκονται δύο ουράνια σώματα πολύ κοντά ή στον ίδιο οίκο
- αποικίζω μαζί με άλλον
- Τροιζηνίοις Ἀχαιοὶ συνῴκησαν Σύβαριν
- παθητικό: για χώρο με συνωστισμό, πυκνοκατοιμένο
- τοῦτο δὴ πᾶν συνῳκεῖτο μὲν ὑπὸ πολλῶν καὶ πυκνῶν οἰκήσεων, ὁ δὲ ἀνάπλους καὶ ὁ μέγιστος λιμὴν ἔγεμεν πλοίων καὶ ἐμπόρων ἀφικνουμένων πάντοθεν, φωνὴν καὶ θόρυβον παντοδαπὸν κτύπον τε μεθ᾽ ἡμέραν καὶ διὰ νυκτὸς ὑπὸ πλήθους παρεχομένων
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ίσως θέλετε να δείτε και το λήμμα συνοικίζω