συγκατοικώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκατοικώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκατοικῶ, συνηρημένος τύπος του συγκατοικέω < σύν (συγ-) + κατοικέω / κατοικῶ < κάτοικος < κατά + οἶκος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɡa.tiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκα‐τοι‐κώ
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κα‐τοι‐κώ
- τονικό παρώνυμο: συγκάτοικο
Ρήμα
επεξεργασίασυγκατοικώ, αόρ.: συγκατοίκησα (χωρίς παθητική φωνή)
- κατοικώ μαζί με κάποιον άλλο, είμαστε συγκάτοικοι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις συν, κάτοικος και οίκος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκατοικώ | συγκατοικούσα | θα συγκατοικώ | να συγκατοικώ | συγκατοικώντας | |
β' ενικ. | συγκατοικείς | συγκατοικούσες | θα συγκατοικείς | να συγκατοικείς | ||
γ' ενικ. | συγκατοικεί | συγκατοικούσε | θα συγκατοικεί | να συγκατοικεί | ||
α' πληθ. | συγκατοικούμε | συγκατοικούσαμε | θα συγκατοικούμε | να συγκατοικούμε | ||
β' πληθ. | συγκατοικείτε | συγκατοικούσατε | θα συγκατοικείτε | να συγκατοικείτε | συγκατοικείτε | |
γ' πληθ. | συγκατοικούν(ε) | συγκατοικούσαν(ε) | θα συγκατοικούν(ε) | να συγκατοικούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκατοίκησα | θα συγκατοικήσω | να συγκατοικήσω | συγκατοικήσει | ||
β' ενικ. | συγκατοίκησες | θα συγκατοικήσεις | να συγκατοικήσεις | συγκατοίκησε | ||
γ' ενικ. | συγκατοίκησε | θα συγκατοικήσει | να συγκατοικήσει | |||
α' πληθ. | συγκατοικήσαμε | θα συγκατοικήσουμε | να συγκατοικήσουμε | |||
β' πληθ. | συγκατοικήσατε | θα συγκατοικήσετε | να συγκατοικήσετε | συγκατοικήστε | ||
γ' πληθ. | συγκατοίκησαν συγκατοικήσαν(ε) |
θα συγκατοικήσουν(ε) | να συγκατοικήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συγκατοικήσει | είχα συγκατοικήσει | θα έχω συγκατοικήσει | να έχω συγκατοικήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συγκατοικήσει | είχες συγκατοικήσει | θα έχεις συγκατοικήσει | να έχεις συγκατοικήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συγκατοικήσει | είχε συγκατοικήσει | θα έχει συγκατοικήσει | να έχει συγκατοικήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκατοικήσει | είχαμε συγκατοικήσει | θα έχουμε συγκατοικήσει | να έχουμε συγκατοικήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συγκατοικήσει | είχατε συγκατοικήσει | θα έχετε συγκατοικήσει | να έχετε συγκατοικήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκατοικήσει | είχαν συγκατοικήσει | θα έχουν συγκατοικήσει | να έχουν συγκατοικήσει |
|