κάτοικος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | κάτοικος | οι | κάτοικοι |
γενική | του/της του |
κατοίκου κάτοικου |
των | κατοίκων |
αιτιατική | τον/την | κάτοικο | τους/τις τους |
κατοίκους κάτοικους |
κλητική | κάτοικε | κάτοικοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈka.ti.kos/
Ουσιαστικό Επεξεργασία
κάτοικος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που μένει (κατοικεί) σε ορισμένο τόπο
- οι κάτοικοι του χωριού αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους λόγω της πυρκαγιάς
- ο βρυχηθμός της αρκούδας ξύπνησε όλους τους άλλους κατοίκους του δάσους
Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
κάτοικος
Επεξεργασία
- ↑ κάτοικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.