Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατα- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατα- < πρόθεση κατά

  Πρόθημα επεξεργασία

κατα-
πρόθημα που δηλώνει

  1. (τόπο) προς τα κάτω
    καταδύομαι, κάθοδος
     αντώνυμα: ανα-
  2. (χρόνο) στο μέσον μιας περιόδου
    κατακαλόκαιρο
    → δείτε και τη λέξη ντάλα
  3. αντίθεση, εναντίωση
    καταψηφίζω
  4. κατάταξη ή την εκτέλεση μιας διαδικασίας
    καταχωρίζω, κατεργασία
  5. αίσθημα ανακούφισης
    καταπραΰνω
  6. (επιτατικό) τελείως ή σε υπερβολικό βαθμό
    καταντροπιάζω, κατάξανθος, κάθιδρος
     συνώνυμα: θεο-, ολο-

Άλλες μορφές επεξεργασία

όλες οι μορφές:

όταν ακολουθεί φωνήεν που είχε δασεία:

όταν ακολουθεί φωνήεν που υπήρξε δασυνόμενο:

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατα- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατα- < πρόθεση κατά

  Πρόθημα επεξεργασία

κατα-

  1. κατα-, όπως στα νέα ελληνικά
  2. → δείτε και τις άλλες μεσαιωνικές σημασίες του κατά

Άλλες μορφές επεξεργασία

όλες οι μορφές:

όταν ακολουθεί φωνήεν με δασεία:

όταν ακολουθεί δασυνόμενο φωνήεν:



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατα- < πρόθεση κατά

  Πρόθημα επεξεργασία

κατα-

Άλλες μορφές επεξεργασία

όλες οι μορφές:

όταν ακολουθεί φωνήεν με δασεία:

όταν ακολουθεί δασυνόμενο φωνήεν: