Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατακαλόκαιρο τα κατακαλόκαιρα
      γενική του κατακαλόκαιρου των κατακαλόκαιρων
    αιτιατική το κατακαλόκαιρο τα κατακαλόκαιρα
     κλητική κατακαλόκαιρο κατακαλόκαιρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατακαλόκαιρο < κατα- + καλοκαίρι + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατακαλόκαιρο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

κατακαλόκαιρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία