καλός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
καλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καλός < καλϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kal-wo-s < *kal- (όμορφος)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
- ο θετικά, αγαθά, φιλικά διακείμενος προς τους άλλους, όχι μόνον θεωρητικά, αλλά και συναισθηματικά και πρακτικά, που βοηθά τους άλλους ανθρώπους, που συγχωρεί εύκολα και επιδιώκει το καλύτερο για όλους
- Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος (ταινία του 1966)
- Καλέ μου άνθρωπε!!! (ειρωνικά)
- Οι γυναίκες θέλουν τα καλά παιδιά
- που υπερτερεί σε κάτι, είναι ανώτερος από άλλους ομοίους του, ξεχωρίζει θετικά σε κάτι συγκεκριμένο, που είναι κατηρτισμένος, ασκεί ένα επάγγελμα αποτελεσματικά κ.ο.κ.
- ο καλός μαθητής, ο καλός δάσκαλος, ο καλός γιατρός, ο καλός υδραυλικός, ο καλός στα αρχαία/μαθηματικά, η καλή μαγείρισα
- Ο καλός Γερμανός (βιβλίο του Τζόζεφ Κότον)
- είναι από καλή οικογένεια (ανώτερη οικονομικά ή ηθικά)
- καλός χριστιανός (όχι τυπικά, αλλά ουσιαστικά καλός ως πιστός)
- καλό φάρμακο (αποτελεσματικό, χωρίς παρενέργειες, όχι σαν τα άλλα)
- Φόρεσα το καλό μου παλτό (όχι το παλιό ή το μέτριο)
- Γράφε με το καλό σου χέρι (το δεξί συνήθως, όχι με το άλλο)
- Ερχονται καλές μέρες (χρονιάρες, γιορτινές, όχι καθημερινές)
- Βάλε το ύφασμα από την καλή (όχι από την ανάποδη)
- ο όμορφος, που σχετίζεται με το κάλλος, την ωραιότητα ή την ωραιοποίηση
- οι καλές τέχνες
- ο ικανοποιητικός, ο κατάλληλος για κάτι, που αξίζει τα λεφτά του, το χρόνο που του επενδύει κάποιος, που το συνιστά κάποιος θετικά
- Διάβασα ένα καλό βιβλίο, Είδα ένα καλό έργο στο σινεμά, Βρήκα ένα καλό ξενοδοχείο, Καλό αμάξι για ταξίδια, Είναι καλή εποχή για ψάρεμα
- (ειρωνικό) κατ' ευφημισμό όταν κάποιος κάνει κάτι κακό ή όταν γενικά είναι κακός
- Είδες τι πήγε κι έκανε η καλή σου;
- προορισμένος να χρησιμοποιείται ή να φοριέται σε εξαιρετικές περιστάσεις
- ※ Η Μαρία φόρεσε το καλό της φουστάνι, διάλεξε ένα καπέλο απ' αυτά που της είχαν απομείνει και ξεκίνησε γι' απέναντι. (Λεία Χατζοπούλου-Καραβία, Οι συννυφάδες)
- πρώτο συνθετικό σε φράσεις και λέξεις με την έννοια της ευχής να είναι καλό ή που έχει ήδη την ιδιότητα του καλού
- καλημέρα, καλησπέρα, 'καλό ταξίδι, καλή χρονιά, ώρα καλή
- καλοτάξιδος, καλότυχος, καλοσκέφτομαι, καλοστεκούμενος, καλοκάγαθος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- στα καλά καθούμενα : σε απρόσμενη χρονική στιγμή
- καλή καρδιά
- καλή του η ώρα
- καλές τρεις (πέντε, έξι κλπ. ανάλογα) (θα φτάσουμε, ήρθαμε κλπ): για να τονίσουμε την καθυστέρηση (αναφέροντας την ώρα)
- ξέρω κάποιον κι απ' την καλή κι απ' την ανάποδη: τον έχω ζήσει, τον ξέρω καλά
- πιάνω την καλή : στέκομαι τυχερός σε κάτι, συνήθως στον οικονομικό τομέα ή και σε άλλους
- ας τελειώνουμε μια και καλή: να ξεμπερδεύουμε άμεσα, όχι βαθμιαία και τμηματικά, μια κι έξω, με τη μία
- καλά κρασιά! : (οικείο) για κάτι που θεωρούμε απίθανο να γίνει
Επεξεργασία
lkalosorises file mou
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καλός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καλός αρσενικό
- ο αγαπημένος, ο ερωμένος
- Πού είναι ο καλός μου;
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καλός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | καλός | καλή | καλόν | καλοί | καλαί | καλά |
Γενική | καλοῦ | καλῆς | καλοῦ | καλῶν | καλῶν | καλῶν |
Δοτική | καλῷ | καλῇ | καλῷ | καλοῖς | καλαῖς | καλοῖς |
Αιτιατική | καλόν | καλήν | καλόν | καλούς | καλάς | καλά |
Κλητική | καλέ | καλή | καλόν | καλοί | καλαί | καλά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | καλώ | καλά | ||||
Γενική-Δοτική | καλοῖν | καλαῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καλός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kal-wo-s < *kal- (όμορφος)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
καλός, -ή, -όν
- όμορφος, ωραίος
- καλός, τίμιος, ειλικρινής, δίκαιος, ευγενής
- αρμόδιος, κατάλληλος
- το ουδέτερο ως ουσιαστικό, δηλ. το καλόν = η καλλονή, η ωραιότητα, το ηθικό κάλλος και η αρετή
- ἡ Καλή και η Καλλίστη, επίθετα Αρτέμιδος
ΠαραθετικάΕπεξεργασία
- καλλίων,-ων, -ον (το ουδέτερο απαντά και κάλιον), κάλλιστος-η, -ον
- μεταγενέστεροι τύποι καλλιώτερος και -ότερος
Επεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- α μακρό και άλλοτε βραχύ, αλλά συνήθως μακρό στους επικούς και στους πρώτους ποιητές ιάμβων.Βραχύ στους Αττικούς και τραγικούς με αρκετές πάντως εξαιρέσεις
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «καλός» - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- «καλός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «καλός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.