άριστος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άριστος < αρχαία ελληνική ἄριστος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ɾi.stos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άριστος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του καλός
Επεξεργασία
- (πληθυντικός) άριστοι: που έχουν πλούτο και ευγενική καταγωγή
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άριστος