Δείτε επίσης: άριστος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἄριστος ἀρίστη τὸ ἄριστον
      γενική τοῦ ἀρίστου τῆς ἀρίστης τοῦ ἀρίστου
      δοτική τῷ ἀρίστ τῇ ἀρίστ τῷ ἀρίστ
    αιτιατική τὸν ἄριστον τὴν ἀρίστην τὸ ἄριστον
     κλητική ! ἄριστε ἀρίστη ἄριστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἄριστοι αἱ ἄρισται τὰ ἄριστ
      γενική τῶν ἀρίστων τῶν ἀρίστων τῶν ἀρίστων
      δοτική τοῖς ἀρίστοις ταῖς ἀρίσταις τοῖς ἀρίστοις
    αιτιατική τοὺς ἀρίστους τὰς ἀρίστᾱς τὰ ἄριστ
     κλητική ! ἄριστοι ἄρισται ἄριστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀρίστω τὼ ἀρίστ τὼ ἀρίστω
      γεν-δοτ τοῖν ἀρίστοιν τοῖν ἀρίσταιν τοῖν ἀρίστοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἄριστος < ἄρω / ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ar- (ταιριάζω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄριστος, -η, -ον [ᾰ] (υπερθετικός βαθμός του ἀγαθός)

  1. (αρχικά, ομηρική γλώσσα) ευγενικής καταγωγής
    ⮡  οἱ ἄριστοι
  2. (κλασσικοί χρόνοι) ο καλύτερος, ο άριστος
    ※  εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία