ἄριστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαἄριστος < ἄρω / ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ar- (ταιριάζω)
Επίθετο
επεξεργασίαἄριστος, -η, -ον [ᾰ] (υπερθετικός βαθμός του ἀγαθός)
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἄριστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄριστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.