ἀγαθός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀγαθός | ἡ | ἀγαθή | τὸ | ἀγαθόν |
γενική | τοῦ | ἀγαθοῦ | τῆς | ἀγαθῆς | τοῦ | ἀγαθοῦ |
δοτική | τῷ | ἀγαθῷ | τῇ | ἀγαθῇ | τῷ | ἀγαθῷ |
αιτιατική | τὸν | ἀγαθόν | τὴν | ἀγαθήν | τὸ | ἀγαθόν |
κλητική ὦ! | ἀγαθέ | ἀγαθή | ἀγαθόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἀγαθοί | αἱ | ἀγαθαί | τὰ | ἀγαθᾰ́ |
γενική | τῶν | ἀγαθῶν | τῶν | ἀγαθῶν | τῶν | ἀγαθῶν |
δοτική | τοῖς | ἀγαθοῖς | ταῖς | ἀγαθαῖς | τοῖς | ἀγαθοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ἀγαθούς | τὰς | ἀγαθᾱ́ς | τὰ | ἀγαθᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἀγαθοί | ἀγαθαί | ἀγαθᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγαθώ | τὼ | ἀγαθᾱ́ | τὼ | ἀγαθώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγαθοῖν | τοῖν | ἀγαθαῖν | τοῖν | ἀγαθοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀγαθός, -ή. -όν
- γενικά ο γενναίος, ο ευγενής
- ο καλός σε κάτι, ο άξιος
- ο έντιμος
- σε αναφορά επί πραγμάτων ο καλός, ο χρήσιμος
Άλλες μορφές
επεξεργασία- δωρικός τύπος : ἀγασός
- δωρικός τύπος : ἀχασός
- αρκαδοκυπριακός τύπος: ἀζαθός
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀγαθός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀγαθός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγαθός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.