Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγαθοποιέω < παρασύνθετο του ἀγαθοποιός < ἀγαθός + ποιέω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀγαθοποιέω και μετά συναίρεση ἀγαθοποιῶ
  1. κάνω το καλό, αγαθή πράξη σε κάποιον,
  2. τυγχάνω αγαθοεργός

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • το ρήμα ἀγαθοποιέω - ἀγαθοποιῶ απαντάται μόνο στον ενεστώτα και τον μέλλοντα και πολύ σπάνια στον αόριστο στον τύπο ἀγαθοποίησα, αναφέρεται από τον Θουκυδίδη (6, 18)