Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀγαθοποιός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Παράγωγα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
→
γένη
αρσενικό
&
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
/
ἡ
ἀγαθοποι
ός
τὸ
ἀγαθοποι
όν
γενική
τοῦ
/
τῆς
ἀγαθοποι
οῦ
τοῦ
ἀγαθοποι
οῦ
δοτική
τῷ
/
τῇ
ἀγαθοποι
ῷ
τῷ
ἀγαθοποι
ῷ
αιτιατική
τὸν
/
τὴν
ἀγαθοποι
όν
τὸ
ἀγαθοποι
όν
κλητική
ὦ
!
ἀγαθοποι
έ
ἀγαθοποι
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
/
αἱ
ἀγαθοποι
οί
τὰ
ἀγαθοποι
ᾰ́
γενική
τῶν
ἀγαθοποι
ῶν
τῶν
ἀγαθοποι
ῶν
δοτική
τοῖς
/
ταῖς
ἀγαθοποι
οῖς
τοῖς
ἀγαθοποι
οῖς
αιτιατική
τοὺς
/
τὰς
ἀγαθοποι
ούς
τὰ
ἀγαθοποι
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
ἀγαθοποι
οί
ἀγαθοποι
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀγαθοποι
ώ
τὼ
ἀγαθοποι
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
ἀγαθοποι
οῖν
τοῖν
ἀγαθοποι
οῖν
2η κλίση
,
Κατηγορία 'βοηθός'
όπως «
βοηθός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀγαθοποιός
<
ἀγαθ(ός)
+
-ο-
+
-ποιός
Επίθετο
επεξεργασία
ἀγαθοποιός, -ος, -όν
γενικά ο
αγαθοεργός
, αυτός που κάνει καλό έργο, κατ΄ επέκταση ο
γενναίος
, ο
ευγενής
ο
έντιμος
Συνώνυμα
επεξεργασία
ἀγαθουργός
ἀγαθοεργός
Παράγωγα
επεξεργασία
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποιία