→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀγαθοποιός τὸ ἀγαθοποιόν
      γενική τοῦ/τῆς ἀγαθοποιοῦ τοῦ ἀγαθοποιοῦ
      δοτική τῷ/τῇ ἀγαθοποι τῷ ἀγαθοποι
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγαθοποιόν τὸ ἀγαθοποιόν
     κλητική ! ἀγαθοποιέ ἀγαθοποιόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀγαθοποιοί τὰ ἀγαθοποιᾰ́
      γενική τῶν ἀγαθοποιῶν τῶν ἀγαθοποιῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγαθοποιοῖς τοῖς ἀγαθοποιοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγαθοποιούς τὰ ἀγαθοποιᾰ́
     κλητική ! ἀγαθοποιοί ἀγαθοποιᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγαθοποιώ τὼ ἀγαθοποιώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀγαθοποιοῖν τοῖν ἀγαθοποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγαθοποιός < ἀγαθ(ός) + -ο- + -ποιός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀγαθοποιός, -ος, -όν

  1. γενικά ο αγαθοεργός, αυτός που κάνει καλό έργο, κατ΄ επέκταση ο γενναίος, ο ευγενής
  2. ο έντιμος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία