γενναίος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γενναίος < αρχαία ελληνική γενναῖος < γέν-ος ή γέννα
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γενναίος
- που δείχνει ή χαρακτηρίζεται από γενναιότητα, που αντιμετωπίζει τους κινδύνους ή τις αντιξοότητες χωρίς να δειλιάσει, που δείχνει θάρρος και ταυτόχρονα υψηλό ήθος
- πλουσιοπάροχος, γενναιόδωρος
- ο υπουργός υποσχέθηκε γενναίες αυξήσεις στους μισθωτούς