Δείτε επίσης: γενναίος

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γενναῖος < γέννα ή γένος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γενναῖος

  1. ο γεννικός, από καλή, πλούσια γενιά αριστοκρατών ή από κάποιον που είχε καταφέρει να ξεχωρίσει δίχως να είναι πλούσιος
  2. ο δυνατός
  3. ο υψηλόφρων

ΑντώνυμαΕπεξεργασία