↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γενναιότης αἱ γενναιότητες
      γενική τῆς γενναιότητος τῶν γενναιοτήτων
      δοτική τῇ γενναιότητ ταῖς γενναιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν γενναιότητ τὰς γενναιότητᾰς
     κλητική ! γενναιότης γενναιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γενναιότητε
γεν-δοτ τοῖν  γενναιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γενναιότης < γενναῖο(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γενναιότης, -ητος θηλυκό

  1. ευγένεια πνεύματος, καταγωγής
  2. γονιμότητα, ευφορία του εδάφους
  3. (ελληνιστική σημασία) η γενναιότητα
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: γενναιότητα