γέννα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γέννα | οι | γέννες |
γενική | της | γέννας | — | |
αιτιατική | τη | γέννα | τις | γέννες |
κλητική | γέννα | γέννες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γέννα < αρχαία ελληνική γέννα
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γέννα θηλυκό
- η ενέργεια του γεννώ, ο τοκετός
- η γυναίκα είχε δύσκολη γέννα που κράτησε πολλές ώρες
- το αποτέλεσμα του γεννώ, το παιδί, το τέκνο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γέννα θηλυκό