parto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parto | partoj |
αιτιατική | parton | partojn |
parto (eo)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαparto (it)