part
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
part | parts |
part (en)
- (μη μετρήσιμο) το μέρος, το τμήμα, η μερίδα, μερικά αλλά όχι όλα
- ↪ part of the salary of an employee - ένα μέρος από το μισθό ενός υπαλλήλου
- ↪ I will spend part of my vacation in Crete.
- Θα περάσω ένα μέρος των διακοπών μου στην Κρήτη.
- ↪ He got his part of the profits.
- Πήρε το μέρος του από τα κέρδη.
- ↪ Part of the sunlight which falls on the Moon is reflected back to the Earth.
- Ένα μέρος του ηλιακού φωτός που πέφτει στη Σελήνη αντανακλάται στη γη.
- ↪ I spent part of my vacation in Rome.
- Πέρασα τμήμα των διακοπών μου στη Ρώμη.
- ↪ I only own part of the building plot.
- Είμαι κύριος μόνον ενός τμήματος του οικοπέδου.
- ↪ for the most part - στο μεγαλύτερο του τμήμα
- (μετρήσιμο) το μέρος, το τμήμα, η μερίδα, το μερίδιο, ένα κομμάτι από κάτι
- ↪ Cut it into ten parts.
- Κόψ' το σε δέκα μέρη.
- ↪ They promised him a part of the proceeds.
- Του υποσχέθηκαν ένα μέρος από τις εισπράξεις.
- ↪ I am dividing it in three parts.
- Το μοιράζω σε τρία τμήματα.
- ↪ a part of a house/road/plot of land/city - τμήμα ενός σπιτιού/ενός δρόμου/ενός οικοπέδου/μιας πόλης
- ↪ all parts of the population - όλα τα τμήματα του πληθυσμού
- ↪ a large part of the press - μια μεγάλη μερίδα του τύπου
- ↪ I am doing my part (of the work).
- Κάνω το μερίδιο μου (σε μια δουλειά).
- ↪ Society is an important part of democracy.
- Η κοινωνία είναι σημαντικό κομμάτι της δημοκρατίας.
- ≈ συνώνυμα: component, element, piece, portion και share
- ↪ Cut it into ten parts.
- (μη μετρήσιμο) το μέρος, το κομμάτι, το στοιχείο ή μέλος κάτι, ένα άτομο ή ένα πράγμα που ανήκει σε μια ομάδα
- ↪ part of the students in a class - ένα μέρος από τους μαθητές μιας τάξης
- ↪ Track and field is the most interesting part of the Olympic Games.
- Ο στίβος είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι των Ολυμπιακών Αγώνων.
- (μετρήσιμο) το μέρος, ένα συγκεκριμένο μέρος ή περιοχή σώματος ανθρώπου ή ζώου ή φυτού
- ↪ the parts of the body - τα μέρη του σώματος
- (μετρήσιμο) το συστατικό, ένα μέρος μιας μηχανής
- ↪ the parts of a camera - τα συστατικά μιας φωτογραφικής μηχανής
- (μετρήσιμο) το τμήμα, μια περιοχή του κόσμου, μια χώρα, μια πόλη κτλ.
- (μόνο στον πληθυντικό, ανεπίσημο) η περιφέρεια, τα μέρη, η περιοχή
- (μετρήσιμο) το μέρος, το τμήμα εγγράφου, τηλεοπτικής σειράς, κτλ.
- ↪ The first part of the book is divided into two chapters.
- Tο πρώτο μέρος του βιβλίου χωρίζεται σε δύο κεφάλαια.
- ↪ The first part of the book is divided into two chapters.
- (μετρήσιμο) ο ρόλος, το μέρος σε θεατρικό έργο
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μέρος, το μερίδιο, ο τρόπος με τον οποίο εμπλέκεται κάποιος ή κάτι σε μια ενέργεια ή κατάσταση
- ↪ It is part of an international conspiracy.
- Αποτελεί μέρος μιας διεθνούς συνομωσίας.
- ↪ I have no part in this business.
- Δεν έχω μερίδιο σ' αυτή την επιχείρηση.
- ↪ It is part of an international conspiracy.
- (μετρήσιμο, μουσική) το μέρος, η μουσική για μια συγκεκριμένη φωνή ή όργανο σε μια ομάδα τραγουδώντας ή παίζοντας μαζί
- ↪ the choir/orchestra part - το μέρος της χορωδίας/της ορχήστρας
- (μετρήσιμο) το μέρος σε αναλογίες
- ↪ one part sugar, two parts flour - ένα μέρος ζάχαρη, δύο μέρη αλεύρι
- (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) η χωρίστρα
- ↪ My part is straight/crooked.
- H χωρίστρα μου είναι ίσια/στραβή.
- ≈ συνώνυμα: parting (βρετανική σημασία)
- ↪ My part is straight/crooked.
- 3.5 εκατοστά του λίτρου (για συστατικά ενός υγρού διαλύματος)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | part |
γ΄ ενικό ενεστώτα | parts |
αόριστος | parted |
παθητική μετοχή | parted |
ενεργητική μετοχή | parting |
part (en)
- κάνω χωρίστρα, για μαλλιά
- ↪ I part my hair in the middle/to the side/to the right/to the left.
- Kάνω χωρίστρα στη μέση/στο πλάι/δεξιά/αριστερά.
- ↪ I part my hair in the middle/to the side/to the right/to the left.
Πηγές
επεξεργασία- part (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- part (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 538, 539, 691, 881. ISBN 9780194325684., λήμμα: μερίδα, μερίδιο, μέρος, περιφέρεια, τμήμα
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
part | parts |
part (fr) θηλυκό