Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
part parts

part (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το μέρος, το τμήμα, η μερίδα, μερικά αλλά όχι όλα
    παράδειγμα  part of the salary of an employee - ένα μέρος από το μισθό ενός υπαλλήλου
    παράδειγμα  I will spend part of my vacation in Crete.
    Θα περάσω ένα μέρος των διακοπών μου στην Κρήτη.
    παράδειγμα  He got his part of the profits.
    Πήρε το μέρος του από τα κέρδη.
    παράδειγμα  Part of the sunlight which falls on the Moon is reflected back to the Earth.
    Ένα μέρος του ηλιακού φωτός που πέφτει στη Σελήνη αντανακλάται στη γη.
    παράδειγμα  I spent part of my vacation in Rome.
    Πέρασα τμήμα των διακοπών μου στη Ρώμη.
    παράδειγμα  I only own part of the building plot.
    Είμαι κύριος μόνον ενός τμήματος του οικοπέδου.
    παράδειγμα  for the most part - στο μεγαλύτερο του τμήμα
  2. (μετρήσιμο) το μέρος, το τμήμα, η μερίδα, το μερίδιο, ένα κομμάτι από κάτι
    παράδειγμα  Cut it into ten parts.
    Κόψ' το σε δέκα μέρη.
    παράδειγμα  They promised him a part of the proceeds.
    Του υποσχέθηκαν ένα μέρος από τις εισπράξεις.
    παράδειγμα  I am dividing it in three parts.
    Το μοιράζω σε τρία τμήματα.
    παράδειγμα  a part of a house/road/plot of land/city - τμήμα ενός σπιτιού/ενός δρόμου/ενός οικοπέδου/μιας πόλης
    παράδειγμα  all parts of the population - όλα τα τμήματα του πληθυσμού
    παράδειγμα  a large part of the press - μια μεγάλη μερίδα του τύπου
    παράδειγμα  I am doing my part (of the work).
    Κάνω το μερίδιο μου (σε μια δουλειά).
    παράδειγμα  Society is an important part of democracy.
    Η κοινωνία είναι σημαντικό κομμάτι της δημοκρατίας.
     συνώνυμα:  bit, component, element, piece, portion και share
  3. (μη μετρήσιμο) το μέρος, το κομμάτι, το στοιχείο ή μέλος κάτι, ένα άτομο ή ένα πράγμα που ανήκει σε μια ομάδα
    παράδειγμα  part of the students in a class - ένα μέρος από τους μαθητές μιας τάξης
    παράδειγμα  Track and field is the most interesting part of the Olympic Games.
    Ο στίβος είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι των Ολυμπιακών Αγώνων.
  4. (μετρήσιμο) το μέρος, ένα συγκεκριμένο μέρος ή περιοχή σώματος ανθρώπου ή ζώου ή φυτού
    παράδειγμα  the parts of the body - τα μέρη του σώματος
  5. (μετρήσιμο) το συστατικό, ένα μέρος μιας μηχανής
    παράδειγμα  the parts of a camera - τα συστατικά μιας φωτογραφικής μηχανής
  6. (μετρήσιμο) το τμήμα, μια περιοχή του κόσμου, μια χώρα, μια πόλη κτλ.
    παράδειγμα  the shopping part of the town - το εμπορικό τμήμα της πόλης
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη region
  7. (μόνο στον πληθυντικό, ανεπίσημο) η περιφέρεια, τα μέρη, η περιοχή
    παράδειγμα  There is not much tourism in these parts.
    Δεν υπάρχει πολύς τουρισμός στην περιφέρεια μας.
    παράδειγμα  I am a stranger to these parts.
    Είμαι ξένος σ' αυτά τα μέρη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη region
  8. (μετρήσιμο) το μέρος, το τμήμα εγγράφου, τηλεοπτικής σειράς, κτλ.
    παράδειγμα  The first part of the book is divided into two chapters.
    Tο πρώτο μέρος του βιβλίου χωρίζεται σε δύο κεφάλαια.
  9. (μετρήσιμο) ο ρόλος, το μέρος σε θεατρικό έργο
    παράδειγμα  He played his part well.
    Έπαιξε καλά το μέρος του.
     συνώνυμα: role
  10. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μέρος, το μερίδιο, ο τρόπος με τον οποίο εμπλέκεται κάποιος ή κάτι σε μια ενέργεια ή κατάσταση
    παράδειγμα  It is part of an international conspiracy.
    Αποτελεί μέρος μιας διεθνούς συνομωσίας.
    παράδειγμα  I have no part in this business.
    Δεν έχω μερίδιο σ' αυτή την επιχείρηση.
  11. (μετρήσιμο, μουσική) το μέρος, η μουσική για μια συγκεκριμένη φωνή ή όργανο σε μια ομάδα τραγουδώντας ή παίζοντας μαζί
    παράδειγμα  the choir/orchestra part - το μέρος της χορωδίας/της ορχήστρας
  12. (μετρήσιμο) το μέρος σε αναλογίες
    παράδειγμα  one part sugar, two parts flour - ένα μέρος ζάχαρη, δύο μέρη αλεύρι
  13. (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) η χωρίστρα
    παράδειγμα  My part is straight/crooked.
    H χωρίστρα μου είναι ίσια/στραβή.
     συνώνυμα: parting (βρετανική σημασία)
  14. 3.5 εκατοστά του λίτρου (για συστατικά ενός υγρού διαλύματος)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας part
γ΄ ενικό ενεστώτα parts
αόριστος parted
παθητική μετοχή parted
ενεργητική μετοχή parting

part (en)

  • κάνω χωρίστρα, για μαλλιά
    παράδειγμα  I part my hair in the middle/to the side/to the right/to the left.
    Kάνω χωρίστρα στη μέση/στο πλάι/δεξιά/αριστερά.



Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
part parts

part (fr) θηλυκό

  1. το μέρος, το κομμάτι, το μερίδιο, o κλήρος, το μερτικό, το μερδικό
    il veut une part du gateau - θέλει ένα κομμάτι από το γλυκό ((μεταφορικά) θέλει ένα μερίδιο από τα κέρδη)
  2. ο ρεφενές