Δείτε επίσης: région, Region
      ενικός         πληθυντικός  
region regions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

region (en)

  1. (μετρήσιμο) το διαμέρισμα, η περιφέρεια, η περιοχή, μια μεγάλη έκταση γης, συνήθως χωρίς ακριβή όρια ή σύνορα
    ⮡  the southern regions of the country - τα νότια διαμερίσματα της χώρας
    ⮡  There is not much tourism in our region.
    Δεν υπάρχει πολύς τουρισμός στην περιφέρεια μας.
    ⮡  wooded/hilly regions - δασώδεις/λοφώδεις περιοχές
     συνώνυμα:  district και parts
  2. (μετρήσιμο) η περιφέρεια, η περιοχή, μια από τις περιοχές στις οποίες χωρίζεται μια χώρα, που έχει τα δικά της έθιμα ή/και τη δική της κυβέρνηση
    ⮡  the six southern regions of Italy - οι έξι νότιες περιφέρειες της Ιταλίας
    ⮡  Who is the salesman for the Glyfada region?
    Ποιος είναι ο πλασιέ για την περιοχή Γλυφάδας;