περιοχή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιοχή | οι | περιοχές |
γενική | της | περιοχής | των | περιοχών |
αιτιατική | την | περιοχή | τις | περιοχές |
κλητική | περιοχή | περιοχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περιοχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιοχή[1] < περιέχω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.oˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐ο‐χή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
περιοχή θηλυκό
- (γεωγραφία) ένα μέρος του χώρου, κυρίως σε έκταση, που ορίζεται από συγκεκριμένα προσδιοριστικά στοιχεία.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
περιοχή
Επεξεργασία
- ↑ περιοχή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.