Ετυμολογία

επεξεργασία
περιέχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιέχω < περι- + ἔχω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ɾiˈe.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐έ‐χω

περιέχω, πρτ.: περιείχα, παθ.φωνή: περιέχομαι, π.πρτ.: περιεχόμουν

  • έχω κάτι μέσα μου
    ⮡  ο φάκελος περιέχει ένα γράμμα

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία