Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
renfermer
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Προφορά
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
επεξεργασία
renfermer
(fr)
φυλακίζω
εκ νέου,
κλειδώνω
κάποιον ή κάτι εκ νέου
κλείνω
στενά
περιέχω
,
περικλείω
,
περικλείνω
,
περιλαμβάνω
,
εγκυμονώ
Συγγενικά
επεξεργασία
se renfermer
enfermer
fermer