εγκυμονώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκυμονώ < (ελληνιστική κοινή) ἐγκυμονέω / ἐγκυμονῶ
Ρήμα
επεξεργασίαεγκυμονώ
- είμαι έγκυος, φέρω στη μήτρα μου ένα έμβρυο
- (μεταφορικά) εμπεριέχω, κλείνω μέσα μου κάτι κακό που δεν είναι σαφές σε όλους
- η κατάσταση εγκυμονεί κινδύνους
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγκυμονώ | εγκυμονούσα | θα εγκυμονώ | να εγκυμονώ | εγκυμονώντας | |
β' ενικ. | εγκυμονείς | εγκυμονούσες | θα εγκυμονείς | να εγκυμονείς | (εγκυμόνει) | |
γ' ενικ. | εγκυμονεί | εγκυμονούσε | θα εγκυμονεί | να εγκυμονεί | ||
α' πληθ. | εγκυμονούμε | εγκυμονούσαμε | θα εγκυμονούμε | να εγκυμονούμε | ||
β' πληθ. | εγκυμονείτε | εγκυμονούσατε | θα εγκυμονείτε | να εγκυμονείτε | εγκυμονείτε | |
γ' πληθ. | εγκυμονούν(ε) | εγκυμονούσαν(ε) | θα εγκυμονούν(ε) | να εγκυμονούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγκυμόνησα | θα εγκυμονήσω | να εγκυμονήσω | εγκυμονήσει | ||
β' ενικ. | εγκυμόνησες | θα εγκυμονήσεις | να εγκυμονήσεις | εγκυμόνησε | ||
γ' ενικ. | εγκυμόνησε | θα εγκυμονήσει | να εγκυμονήσει | |||
α' πληθ. | εγκυμονήσαμε | θα εγκυμονήσουμε | να εγκυμονήσουμε | |||
β' πληθ. | εγκυμονήσατε | θα εγκυμονήσετε | να εγκυμονήσετε | εγκυμονήστε | ||
γ' πληθ. | εγκυμόνησαν εγκυμονήσαν(ε) |
θα εγκυμονήσουν(ε) | να εγκυμονήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εγκυμονήσει | είχα εγκυμονήσει | θα έχω εγκυμονήσει | να έχω εγκυμονήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εγκυμονήσει | είχες εγκυμονήσει | θα έχεις εγκυμονήσει | να έχεις εγκυμονήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εγκυμονήσει | είχε εγκυμονήσει | θα έχει εγκυμονήσει | να έχει εγκυμονήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εγκυμονήσει | είχαμε εγκυμονήσει | θα έχουμε εγκυμονήσει | να έχουμε εγκυμονήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εγκυμονήσει | είχατε εγκυμονήσει | θα έχετε εγκυμονήσει | να έχετε εγκυμονήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εγκυμονήσει | είχαν εγκυμονήσει | θα έχουν εγκυμονήσει | να έχουν εγκυμονήσει |
|