Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έμβρυο τα έμβρυα
      γενική του εμβρύου
έμβρυου
των εμβρύων
    αιτιατική το έμβρυο τα έμβρυα
     κλητική έμβρυο έμβρυα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

έμβρυο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμβρυον < ἐν + βρύω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈeɱ.vɾi.o/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

έμβρυο ουδέτερο

  1. κάθε έμβιος οργανισμός στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του
  2. το γονιμοποιημένο ανθρώπινο ωάριο κυρίως από τον 4ο μήνα της κυοφορίας του μέχρι τον τοκετό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία