↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωάριο τα ωάρια
      γενική του ωαρίου
ωάριου
των ωαρίων
    αιτιατική το ωάριο τα ωάρια
     κλητική ωάριο ωάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ωάριο < (καθαρεύουσα) ὠάριον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ᾠάριον (μικρό αβγό) υποκοριστικό του < ᾠόν, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ovule[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε ω(ό) + -άριο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈa.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐ά‐ρι‐ο
παρώνυμα: ωράριο, οράριο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωάριο ουδέτερο

  • (βιολογία) το ώριμο αναπαραγωγικό κύτταρο των γυναικών και των θηλυκών ζώων, που παράγεται στις ωοθήκες
    ⮡  Κανονικά, κάθε μήνα ένα και μόνο ωάριο ωριμάζει σε μια ωοθήκη της γυναίκας.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία