οράριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οράριο | τα | οράρια |
γενική | του | οραρίου & οράριου |
των | οραρίων |
αιτιατική | το | οράριο | τα | οράρια |
κλητική | οράριο | οράρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- οράριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀράριον < λατινική orarium[1]
Ουσιαστικό 1
επεξεργασίαοράριο ουδέτερο
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οράριο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οράριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας