οράριο
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οράριο < ωράριο < ὡράριον < ὥρα + -ιον για να αποδοθεί η γαλλική horaire < από το υστερολατινικό horarium < από την αρχαία ελληνική ὥρα και ὥρη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οράριο ουδέτερο
- εσφαλμένη γραφή του ωραρίου από όσους θεωρούν ότι η λατινική hora δεν προέρχεται από την ελληνική ὥρα