• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

οράριο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία 1
    • 1.2 Ουσιαστικό 1
      • 1.2.1 Ομώνυμα / Ομόηχα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
    • 1.3 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οράριο τα οράρια
      γενική του οραρίου
& οράριου
των οραρίων
    αιτιατική το οράριο τα οράρια
     κλητική οράριο οράρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Διάκονος που φορά οράριο

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
οράριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀράριον < λατινική orarium[1]

Ουσιαστικό 1

επεξεργασία

οράριο ουδέτερο

  • άμφιο του πρώτου βαθμού της ιεροσύνης, του διακόνου

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία
  • ωράριο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    οράριο

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ οράριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οράριο&oldid=6966570"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Νοεμβρίου 2024, στις 09:14

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Νοεμβρίου 2024, στις 09:14.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας