↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οράριο τα οράρια
      γενική του οραρίου
οράριου
των οραρίων
    αιτιατική το οράριο τα οράρια
     κλητική οράριο οράρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Διάκονος που φορά οράριο

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
οράριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀράριον < λατινική orarium[1]

  Ουσιαστικό 1

επεξεργασία

οράριο ουδέτερο

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία