Δείτε επίσης: οράριο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωράριο τα ωράρια
      γενική του ωραρίου
& ωράριου
των ωραρίων
    αιτιατική το ωράριο τα ωράρια
     κλητική ωράριο ωράρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ωράριο < (λόγιο δάνειο) γαλλική horaire χρησιμοποιώντας την προδρομική μορφή της μεσαιωνική λατινική horarium (< λατινική hora < αρχαία ελληνική ὥρα). Μορφολογικά αναλύεται σε ώρα + -άριο. Δεν σχετίζεται με τη μεσαιωνική ελληνική ὡράριον (μαντίλι) < λατινική orarium[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωράριο ουδέτερο

  1. οι ώρες που εργάζεται κάποιος
  2. ο πίνακας στον οποίο αναγράφονται οι ώρες λειτουργίας μιας επιχείρησης, υπηρεσίας κ.λπ.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία