μαντίλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαντίλι | τα | μαντίλια |
γενική | του | μαντιλιού | των | μαντιλιών |
αιτιατική | το | μαντίλι | τα | μαντίλια |
κλητική | μαντίλι | μαντίλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαντίλι < ελληνιστική κοινή μαντίλιον (και ἡ μαντήλη, τὸ μαντήλιον, τὸ μανδήλιον) < λατινική mantilium / mantelium, υποκοριστικό του mantile[1] / mantele < manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *man-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /manˈdi.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ντί‐λι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαντίλι ουδέτερο
- κομμάτι από λεπτό ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει το γυναικείο κεφάλι ή φοριέται στο λαιμό
- κομμάτι από ύφασμα με το οποίο κάποιος σκουπίζει το πρόσωπό του (τα μάτια ή τα χείλη) ή φυσά τη μύτη του
- ※ τα δάκρυά μου είναι καυτά, μου κάψαν το μαντίλι (από τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου σε στίχους του Βαγγέλη Γκούφα)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Υπώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαντίλι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μαντίλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας